on 09/10/2025

Ο Δημήτρης Μπακαλούδης, καθηγητής Οικολογίας και Διαχείρισης Άγριας Πανίδας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.), δημοσίευσε στο Facebook μια παρέμβαση σχετικά με τη συνύπαρξη ανθρώπου και άγριας πανίδας. Στην ανάρτησή του παρουσιάζει τα αίτια που οδηγούν στην εμφάνιση ειδών όπως η αρκούδα και ο λύκος κοντά σε οικισμούς και προτείνει τρόπους πρόληψης και ορθής διαχείρισης τέτοιων περιστατικών. Ακολουθεί το κείμενο της ανάρτησης:
Με αφορμή τα περιστατικά προσέγγισης μεγάλων σαρκοφάγων σε κατοικημένες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας (επίθεση λύκου σε νεαρή λουόμενη στην παραλία Αγίου Νικολάου-Σιθωνίας της Χαλκιδικής 12-9-2025 και επίθεση αρκούδας σε υπερήλικα στη Δόλιανη Ιωαννίνων στις 24-9-2025) και της πρωινής μου συνέντευξης στο OPEN «Τώρα μαζί» την Κυριακή 28-9-2025 (2:55:00 – 2:57:30) θα ήθελα να αναπτύξω περαιτέρω τις σκέψεις μου για την καλύτερη ενημέρωση φίλων, γνωστών και ενδιαφερόμενων, μιας και ο τηλεοπτικός χρόνος ήταν αρκετά περιορισμένος.
Αρχικά, πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο περιαστικός χώρος, όπως και οι μικροί ή μεγάλοι οικισμοί, συνιστούν πεδία όπου οι πολίτες βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωποι με τις προκλήσεις της συνύπαρξης με είδη άγριας πανίδας, υπό συνθήκες όμως περιορισμένων διαχειριστικών επιλογών. Για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τη συνύπαρξη ανθρώπου και μεγάλων θηλαστικών (αρκούδα, λύκο, τσακάλι, αλεπού, αγριόχοιρος κ.ά.), είναι θεμελιώδες να γνωρίζουμε τους λόγους για τους οποίους μοιραζόμαστε τον ίδιο χώρο με τα άγρια ζώα, πότε εμφανίζονται επιθετικές συμπεριφορές και πως διαχειριζόμαστε αυτές τις καταστάσεις.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την προσέγγιση αρκετών ειδών από τα μεγάλα θηλαστικά μπορεί να απαριθμηθούν στους εξής:
(α) Αύξηση πληθυσμού: Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο, αρκετά είδη φυτοφάγων θηλαστικών έχουν ανακάμψει πληθυσμιακά τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω αυξημένων προστατευτικών μέτρων, αυξημένης ευαισθητοποίησης, μείωσης κυνηγών, μειωμένου ενδιαφέροντος για θήρα (πχ λόγω ζωονόσων όπως η αφρικανική πανώλη των χοίρων κλπ) και βελτίωσης του φυσικού περιβάλλοντος από την εγκατάλειψη της υπαίθρου και τον περιορισμό της κτηνοτροφίας. Ως αποτέλεσμα, αυξήθηκαν και οι πληθυσμοί των σαρκοφάγων ως απόκριση στα νέα πληθυσμιακά δεδομένα των ειδών της λείας τους (numerical response).
(β) Κάλυψη βασικών αναγκών σε τροφή και νερό: Η αυξημένη όσφρηση πολλών ειδών τα οδηγεί να περιφέρονται και να αναζητούν τροφή σε μεγάλες αποστάσεις. Σκουπίδια σε ανεξέλεγκτες χωματερές, υπολείμματα τροφών σε κάδους απορριμμάτων, ζωοτροφές για αδέσποτα, ακόμη και τα ίδια τα κατοικίδια (ιδίως οι σκύλοι) προσελκύουν μεγάλα σαρκοφάγα.
(γ) Μείωση του ζωτικού τους χώρου: Ενώ σε πολλές χώρες όπως και τη δική μας, η ύπαιθρος εγκαταλείπεται σταδιακά, από την άλλη το έντονο φαινόμενο της αστικοποίησης και του υπερτουρισμού, οδηγούν την επέκταση του αστικού ιστού και τη δόμηση παραθαλάσσιων περιοχών στους χώρους που καταλαμβάνονταν παραδοσιακά από αυτά τα είδη.
(δ) Υποβάθμιση φυσικού περιβάλλοντος: Εκτεταμένες πυρκαγιές καταστρέφουν ενδιαιτήματα των άγριων ζώων και τα εξαναγκάζουν να μετακινηθούν σε νέες περιοχές, συνήθως περισσότερο υποβαθμισμένες. Αυτές οι νέες περιοχές μπορεί να γειτνιάζουν με ανθρώπινες δραστηριότητες, με ότι μπορεί να συνεπάγεται στην σχηματοποίηση μιας τέτοιας συνύπαρξης: αυξημένο χρόνο επαγρύπνησης, μεγαλύτερες αποστάσεις για εύρεση τροφής, μείωση της αποτελεσματικότητας της τροφοληψίας, πιθανόν χαμηλότερη αναπαραγωγή, μεγαλύτερη έκθεση σε κινδύνους, αύξηση πιθανοτήτων εξοικείωσης με τον άνθρωπο.
(ε) Εξοικείωση με τον άνθρωπο: Ο άνθρωπος τις τελευταίες χιλιετίες αποτελούσε φυσικό θηρευτή των περισσότερων από αυτά τα είδη, ακόμη και ορισμένων που σήμερα δεν τα καταναλώνει (πχ αλεπού, πετροκούναβο κτλ). Η συχνή επίσκεψη αρκετών ειδών σε κατοικημένες περιοχές και η αλλαγή του προτύπου αντιμετώπισης αυτών των ειδών από τον άνθρωπο, μπορεί να προκαλεί εξοικείωση, και αρκετά άτομα αυτών των ειδών να χάνουν τον φυσικό τους φόβο, θεωρώντας το ανθρωπογενές περιβάλλον οικείο τους. Ιδιαίτερα το τελευταίο, έχει οδηγήσει ορισμένα είδη με μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμοστικότητας (ευρύτοπα και γενικότροπα), να αποικήσουν μέσα σε πόλεις και να δημιουργήσουν πληθυσμούς που σε μεγάλο βαθμό έχουν διαφορετικούς ζωτικούς ρυθμούς (αναπαραγωγή, τροφικές συνήθειες, θνησιμότητα, δραστηριότητες κλπ) από ότι οι αντίστοιχοι σε παρακείμενες φυσικές περιοχές.
(στ) Ατομική συμπεριφορά: Ο πληθυσμός ενός είδους της άγριας πανίδας ακολουθεί ορισμένα ρεπερτόρια συμπεριφοράς και δραστηριότητας. Ωστόσο, ορισμένα άτομα από τη φύση τους, που μπορεί να υποδεικνύεται από γενετικούς-κληρονομικούς μηχανισμούς ή από εκμάθηση από τους γονείς τους, είναι περισσότερο εξερευνητικά και τολμηρά σε αντίθεση με τη μέση κατάσταση του πληθυσμού που μπορεί να είναι ντροπαλά και κρυπτικά.
Δύο σημαντικά ερωτήματα που τίθενται στις παραπάνω περιπτώσεις, είναι:
- υπάρχουν περιπτώσεις σοβαρών τραυματισμών ή θανατηφόρων επιθέσεων;
- πότε τα άγρια ζώα (σαρκοφάγα ή άλλα είδη) γίνονται επιθετικά στον άνθρωπο;
Για την πρώτη ερώτηση, θα παραθέσω δεδομένα που προέρχονται από δύο σχετικά πρόσφατες επιστημονικές δημοσιεύσεις η μία για τις επιθέσεις του γκρίζου λύκου (Canis lupus) (Linnel et al. 2021) και η δεύτερη για τις επιθέσεις της καφετιάς αρκούδας (Ursus arctos) (Bombieri et al. 2019) στηριζόμενες σε δεδομένα που συλλέχθηκαν μετά το 2000. Σύμφωνα λοιπόν με τα δεδομένα των επιθέσεων του λύκου σε ανθρώπους, 489 επιθέσεις έχουν αξιολογηθεί ως αξιόπιστα περιστατικά και αφορούν την Ευρασία και τη Βόρεια Αμερική, με τις 26 (5,32%) να καταλήγουν σε θανατηφόρα συμβάντα (Linnel et al. 2021). Από αυτά, τα 67 αφορούσαν επιθέσεις θηρευτή (predatory attacks) με τις 7 να είναι θανατηφόρες, τα 380 αφορούσαν επιθέσεις από άτομα με λύσσα (rabid attacks) με τις 14 να είναι θανατηφόρες, και 42 επιθέσεις προκαλούμενες ή αμυντικές (provoked/defensive attacks) με τις 3 να είναι θανατηφόρες. Δηλαδή, οι επιθέσεις που κατέληξαν στο θάνατο ανθρώπου ήταν 26 την τελευταία 20ετία, με το μεγαλύτερο ποσοστό (53,8%) να έχει προκληθεί από λύκους με λύσσα. Αντίστοιχα, από τις 463 μη-θανατηφόρες επιθέσεις, το μεγαλύτερο ποσοστό (79%) των επιθέσεων προήλθε από άτομα λύκων με λύσσα. Ενδιαφέρον έχει η χωρική εμφάνιση των επιθέσεων. Η Τουρκία είναι η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό επιθέσεων λύκων με λύσσα (9 θανατηφόρες και 94 μη-θανατηφόρες επιθέσεις) και ως προκαλούμενη ή αμυντική συμπεριφορά (3 θανατηφόρες και 11 μη-θανατηφόρες επιθέσεις), ενώ στο Ιράν είναι καταγεγραμμένες οι περισσότερες επιθέσεις λύκων ως θηρευτή προς τον άνθρωπο (6 θανατηφόρες και 36 μη-θανατηφόρες). Ωστόσο, εάν γίνει αναγωγή του αριθμού των επιθέσεων των λύκων σε ανθρώπους που καταλήγουν ή όχι σε θάνατο σε σχέση με τον πληθυσμό της Ευρασίας και βόρειας Αμερικής που είναι εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων και τον πληθυσμό των λύκων όπου στην Ευρώπη εκτιμάται σε 17.000 άτομα περίπου, και στη Β. Αμερική σε 60.000 άτομα περίπου, τότε ο κίνδυνος επίθεσης είναι σχεδόν μηδενικός όπως και η πιθανότητα θανάτωσης ανθρώπου.
Σε άλλη μελέτη που αφορά τις επιθέσεις της καφετιάς αρκούδας στον άνθρωπο, συνολικά στη ζώνη εξάπλωσης του είδους έχουν καταγραφεί 664 επιθέσεις σε ανθρώπους (Bombieri et al. 2019). Ο μεγαλύτερος αριθμός επιθέσεων έχει καταγραφεί στην Ευρώπη (n = 291) και ακολουθεί η Ασία (n = 190) και η Βόρεια Αμερική (n = 183). Ποσοστό 85,7% (n = 568) των επιθέσεων είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό των ανθρώπων, ενώ 14,3% (n = 95) κατέληγε στο θάνατο του εμπλεκόμενου ανθρώπου. Στην Ευρώπη, το μεγαλύτερο ποσοστό των επιθέσεων έχει συμβεί στη Ρουμανία. Από τις αναλύσεις των επιθέσεων οι ερευνητές καταλήγουν ότι τα περισσότερα περιστατικά καταγράφηκαν το καλοκαίρι (48%), κατά τη διάρκεια της ημέρας (73%), στο περιστατικό εμπλεκόταν θηλυκιά αρκούδα με τα μικρά της η οποία εκδήλωνε αμυντική συμπεριφορά (47%), και συνέβαινε σε ανθρώπους που βρισκόταν σε δραστηριότητες αναψυχής (50%) μέσα στο δάσος (ορειβασία, συλλογή φρούτων, μανιταριών ή κεράτων, κατασκήνωση, ψάρεμα, τρέξιμο). Άλλες αιτίες επίθεσης, ήταν το ξάφνιασμα (20%), η παρουσία σκύλου (17%), η επίθεση μετά από πυροβολισμό της ή παγίδευσή της (10%), και τέλος η επίθεση θήρευσης (5%). Σε πολλές περιπτώσεις εμπλέκονταν περισσότεροι παράγοντες στην αφορμή της επίθεσης. Τέλος, οι μεγαλύτερες πυκνότητες αρκούδας συσχετίζονταν σημαντικά με υψηλότερο αριθμό καταγεγραμμένων επιθέσεων.
Από την προσεκτική ερμηνεία των αποτελεσμάτων των παραπάνω δύο δημοσιεύσεων μπορεί να σκιαγραφηθεί πότε τα μεγάλα σαρκοφάγα γίνονται επικίνδυνα στον άνθρωπο. Αρχικά, (α) σε συγκεκριμένα στάδια του κύκλου ζωής τους, όπως κατά την περίοδο ανατροφής των μικρών, γίνονται ιδιαίτερα επιθετικά για να τα υπερασπίσουν από πιθανούς κινδύνους. (β) Όταν νιώσουν ότι απειλούνται από άνθρωπο που προσπαθεί να τα πλησιάσει ή να τα φωτογραφήσει ή βιντεοσκοπήσει. (γ) Όταν νοσούν από ασθένειες που επηρεάζει το νευρικό τους σύστημα, πχ λύσσα, τα οδηγεί σε ασυνήθιστη και απρόβλεπτη επιθετικότητα. (δ) Λόγω αποκλίνουσας συμπεριφοράς ορισμένων ατόμων, όπου αυτά είναι τολμηρά και πλησιάζουν ή είναι άπειρα και διακινδυνεύουν ευκολότερα με την προσέγγισή τους τον άνθρωπο. (ε) Λόγω της προσωπικότητας των διαφορετικών ατόμων, όπου αυτή μπορεί να μορφοποιείται από κληρονομικούς χαρακτήρες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η προσέγγιση στον άνθρωπο και η επιθετικότητα να προέρχεται από την εκπαίδευση των γονέων τους και να μεταβιβάζεται στους απογόνους.
Γνωρίζοντας τους λόγους της προσέγγισης των μεγάλων θηλαστικών στις κατοικημένες περιοχές αλλά και κατανοώντας καλύτερα τους μηχανισμούς που εμπλέκονται στην επικινδυνότητα της συνύπαρξης μπορούμε να λαμβάνουμε κυρίως προληπτικά μέτρα ώστε να αποφεύγουμε εντελώς ή να ελαχιστοποιούμε τις πιθανότητες συνάντησης άγριων ζώων και ανθρώπου. Στο περιαστικό περιβάλλον ή σε μικρούς οικισμούς, μπορεί να εφαρμόζονται ορισμένα προληπτικά μέτρα αποτροπής προσέλκυσης άγριων ζώων, όπως είναι η απομάκρυνση των πηγών τροφής στα κράσπεδα των πόλεων και στα χωριά, η τακτική αποκομιδή των σκουπιδιών, η κατάλληλη διαχείριση και απόθεση των νεκρών κτηνοτροφικών ζώων, η ύπαρξη φωτισμού, η σύλληψη των αδέσποτων και η σωστή διακράτηση των κατοικίδιων, και τέλος η ενημέρωση του κοινού. Στα περισσότερο ενεργητικά μέτρα, εφαρμόζονται η απώθηση και ο εκφοβισμός από ειδικό συνεργείο (Ομάδες Άμεσης Επέμβασης), η επιλεκτική απομάκρυνση και η επιλεκτική θανάτωση σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν το άτομο ή τα άτομα γίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνα. Οι παρεμβάσεις αυτές γίνονται σύμφωνα με τα πρωτόκολλα που έχει θεσπίσει το ΥΠΕΝ, μετά από επιστημονική αξιολόγηση κάθε περιστατικού. Τέλος, συνίσταται η αποφυγή παρουσίας επισκεπτών σε φυσικές περιοχές που φιλοξενούν αυτά τα είδη, ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική περίοδο.
Πηγές
- Bombieri, G. et al. (2019) Brown bear attacks on humans: a worldwide perspective. Scientific Reports, (2019) 9:8573.
- Linnel, J.D.C., et al. (2021) Wolf Attacks on Humans: An Update for 2002-2020. NINA Report 1944 Norwegian Institute for Nature Research.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου