Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Κατά Λουκάν ιστ' 19-31



Άνθρωπος δε τις ην πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ΄ ημέραν λαμπρώς. πτωχός δε τις ην ονόματι Λαζαρος, ος εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι· και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. είπε δε· ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου· έχω γαρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. λέγει αυτώ Αβραάμ· έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτών. ο δε είπεν· ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ΄ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. είπε δε αυτώ· ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται. 
Νεοελληνικη αποδοσις

«Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές. Αυτός προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλυφαν τις πληγές. Πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήραν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και θάφτηκε. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του τον Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού μου και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ΄ αυτή τη φωτιά. Κι ο Αβραάμ του απάντησε: παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα όμως αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ΄ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από εδώ σ΄ εσάς να μην μπορούν, ούτε οι από εκεί να περάσουν σ΄ εμάς. Είπε πάλι ο πλούσιος: τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι αυτοί σ΄ αυτό τον τόπο των βασάνων. Ο Αβραάμ του λέει: έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών· ας υπακούσουν σ΄ αυτά. Εκείνος τότε του είπε: όχι, πατέρα μου Αβραάμ· αν όμως κάποιος από τους νεκρούς πάει σ΄ αυτούς, θα μετανοήσουν. Του είπε ο Αβραάμ: αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, δε θα πειστούν ούτε κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς». 

Σύντομο σχόλιο

Η εδώ ζωή μας είναι το πεδίο δράσεως των έργων μας. Μετά από εδώ, κρίσις.

Ομιλία στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα: ΚΥΡΙΑΚΗ E΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιστ΄ 19-31)



Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης

Ολόκληρο το ιερό Ευαγγέλιο είναι αποκάλυψις Θεού. Ποτέ μα ποτέ ο άνθρωπος από μόνος του δεν θα μπορούσε να ανακαλύψει όλες αυτές τις θείες αλήθειες που μας προσφέρει ο Ευαγγελικός λόγος, όπως φυσικά αυτός διασφαλίζεται και ερμηνεύεται μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας.
Δύο μεγάλες αλήθειες μας αποκαλύπτει η Ευαγγελική παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, που  θα ακούσουμε την Κυριακή στους Ιερούς μας Ναούς.
α) Ότι όλα δεν τελειώνουν σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή και
β) Ας μη αναμένουμε μεταβολή καταστάσεως στον Άδη.....
• Αν όλα τελείωναν με το κλείσιμο των οφθαλμών. Αν μετά τον θάνατο ο άνθρωπος θα έπεφτε στην ανυπαρξία, όπως κηρύσσουν οι υλιστές και οι σαρκολάτρες, τότε ο πλούσιος θα ήταν ο «τυχερός της ζωής» και ο ταλαίπωρος Λάζαρος θα ήταν το θύμα και ο ανόητος που αφήνει την ζωή του να παρατείνεται μέσα στα βάσανα….
Αν όλα τελείωναν στον κόσμο αυτό, τότε το κοινωνικό πρότυπο θα ήταν ο κάθε άσπλαχνος πλούσιος, και ανόητος αυτός που δείχνει αγάπη και στοργή στον ανήμπορο αδελφό.
Αν όλα ολοκληρώνονταν δια του θανάτου, τότε προς τι ο αγώνας για μια ανώτερη καθαρή ζωή και τιμιότητα; Αφού πέραν του τάφου, κατά την αναπόδεικτη γνώμη ορισμένων, δεν υπάρχει τίποτε απολύτως, τότε, δεν θα πρέπει και να κατηγορούνται οι σκληρόκαρδοι και οι ηθικώς αναίσθητοι.
Αν όλα τελείωναν στην πρώτη αυτή Ευαγγελική σκηνή, τότε αλλοίμονο σε όσους Λάζαρους κάνουν Ιώβεια υπομονή στην ζωή τους, αναμένοντας την ανταπόδοση του ουρανού.
Αν…
Όμως, δόξα τω Θεώ που τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι φαντάζεται ο κάθε προσκολλημένος στον πλούτο και στην ηδονή, και τελικώς έρχεται η δεύτερη σκηνή της περικοπής για να ανατρέψει τις φαινομενικές και ψεύτικες καταστάσεις…
Ρίχνεται το άπλετο φως της ουράνιας πραγματικότητας και τελικά ο ταλαίπωρος δεν είναι ο πτωχός Λάζαρος με την υπομονή και την καταπλήττουσα καρτερία του. Ταλαίπωρος και αξιοθρήνητος είναι ο πλούσιος που τώρα φλέγεται η ψυχή του μέσα στις φλόγες της κολάσεως και ζητά μέσω του Αβραάμ την βοήθεια του Λαζάρου: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη» (Λουκ. ΙΣΤ 24). Και ναι μεν αυτή είναι η πρώτη αποκαλυπτική αλήθεια, ότι δηλ. η ύπαρξις συνεχίζει να υφίσταται, ως ψυχή ζώσα, μετά τον θάνατον, αλλά και λαμβάνει την ανταπόδοση είτε των θετικών και αγίων έργων της, είτε των αρνητικών και αμαρτωλών πράξεών της στη ζωή αυτή.
• Όμως διατρανώνεται στην συνέχεια και δεύτερη αλήθεια που αποκαλύπτεται στην ευαγγελική περικοπή, ότι «πέραν του τάφου ουκ έστι μετάνοια». Πόσο αλήθεια θα πρέπει να γίνουμε προσεκτικοί επάνω στο θέμα αυτό που, μέσω της παραβολής αυτής, αποτελεί δογματική αλήθεια της πίστεώς μας.Μια από τις μεγαλύτερες παγίδες, μέσω της οποίας ο «ανθρωποκτόνος» ξεγελά τον πιστό άνθρωπο, είναι η εισήγησή του ότι μετά θάνατον, υπάρχει η δυνατότητα, η ψυχή, από την γέεναν να περάσει στους κόλπους του Αβραάμ, δηλ. στον Παράδεισο.
Δυστυχώς η κακοδοξία αυτή, με όλες τις συνέπειες που συνεπάγεται, έχει βρει έρεισμα σε ορισμένους ημιμαθείς ανθρώπους των θείων δογμάτων, με αποτέλεσμα και αυτά τα μνημόσυνα, τα οποία όντως προσφέρουν «όνησιν» (δηλ. παρηγοριά και ανακούφιση) στις ψυχές, να παρερμηνεύονται, ότι δήθεν έχουν την δύναμη να μεταφέρουν τις ψυχές από την μία κατάσταση στην άλλη.
Εν τούτοις παρά τις εισηγήσεις του «εχθρού», για να οδηγήσει τον άνθρωπο στην σκλήρυνση και στην αμετανοησία και άρα να χάσει τελικώς την ψυχή του, παρά τις οθνείες αντιλήψεις των ημιμαθών διδασκάλων που δημιουργούν μεγίστη σύγχυση στις αστήρικτες ψυχές των απλοϊκών χριστιανών, ο ζωντανός λόγος του Θεού είναι ξεκάθαρος. «Χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς ημάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν».
Αδελφοί μου, δεν έχουμε παρά να αντικατοπτρίσουμε την ορθόδοξη χριστιανική μας συνείδηση σ’ αυτές τις δύο μεγάλες αλήθειες οι οποίες αποτελούν θεμελιώδη δόγματα πίστεως. α) Στην αλήθεια ότι μας περιμένει η πέραν του τάφου ζωή, είτε θετικώς (Παράδεισος), είτε αρνητικώς (κόλαση), αναλόγως του πώς ζήσαμε και βιώσαμε την ευαγγελική επιταγή και β) στην αλήθεια ότι η μετάνοια δεν ισχύει μετά θάνατον, αφού η ψυχή παγιώνεται αιωνίως, εκεί που η ίδια ελευθέρως επέλεξε από αυτήν εδώ την ζωή.
Είθε να δώσει ο Αρχηγός της πίστεώς μας Ιησούς Χριστός, να συνειδητοποιήσουμε το τι μας περιμένει στο μέλλον και να επιδείξουμε ειλικρινή και βαθεία μετάνοιαν.Αμήν.
Το email (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) του π. Ιωήλ είναι: p.ioil@freemail.gr

Β΄ Κορ. ια΄ 31-33 & ιβ΄ 1 - 9



31.
Θες κα πατρ το Κυρίου μν ησο Χριστο οδεν, ν ελογητς ες τος αἰῶνας, τι ο ψεύδομαι.
32.
ν Δαμασκ θνάρχης ρέτα το βασιλέως φρούρει τν Δαμασκηνν πόλιν πιάσαι με θέλων,
33.
κα δι θυρίδος ν σαργάν χαλάσθην δι το τείχους κα ξέφυγον τς χερας ατο.

1.
Καυχσθαι δ ο συμφέρει μοι· λεύσομαι γρ ες πτασίας κα ποκαλύψεις Κυρίου.
2.
οδα νθρωπον ν Χριστ πρ τν δεκατεσσάρων· ετε ν σώματι οκ οδα, ετε κτς το σώματος οκ οδα, Θες οδεν· ρπαγέντα τν τοιοτον ως τρίτου ορανο.
3.
κα οδα τν τοιοτον νθρωπον· ετε ν σώματι ετε κτς το σώματος οκ οδα, Θες οδεν·
4.
τι ρπάγη ες τν παράδεισον κα κουσεν ρρητα ρήματα, οκ ξν νθρώπ λαλσαι.
5.
πρ το τοιούτου καυχήσομαι, πρ δ μαυτο ο καυχήσομαι ε μ ν τας σθενείαις μου.
6.
ἐὰν γρ θελήσω καυχήσασθαι, οκ σομαι φρων· λήθειαν γρ ρ· φείδομαι δ μή τις ες μ λογίσηται πρ βλέπει με κούει τι ξ μο.
7.
Κα τ περβολ τν ποκαλύψεων να μ περαίρωμαι, δόθη μοι σκόλοψ τ σαρκί, γγελος σατν, να με κολαφίζ να μ περαίρωμαι.
8.
πρ τούτου τρς τν Κύριον παρεκάλεσα να ποστ π΄ μο·
9.
κα ερηκέ μοι· ρκε σοι χάρις μου· γρ δύναμίς μου ν σθενείᾳ τελειοται. διστα ον μλλον καυχήσομαι ν τας σθενείαις μου, να πισκηνώσ π΄ μ δύναμις το Χριστο.


Νεοελληνική απόδοσις

δελφοί, Θες κα Πατέρας το Κυρίου μας ησο Χριστο, πο εναι ελογητς αωνίως, ξέρει τι δν ψεύδομαι. Ες τν Δαμασκν θνάρχης το βασιλέως ρέτα φρουροσε τν πόλιν τς Δαμασκο, πειδ θελε ν μ πιάσ, λλ μ κατέβασαν π να παράθυρο μέσα σ καλάθι, π τ τεχος, κα ξέφυγα π τ χέρια του.
Τ
ν καυχμαι λοιπν δν εναι συμφέρον μου, λλ θ λθω ες πτασίας κα ποκαλύψεις το Κυρίου.
Ξέρω
να νθρωπον χριστιανν ποος πρ δεκατεσσάρων τν – ετε μ τ σμα, δν ξέρω, ετε κτς το σώματος, δν ξέρω, Θες ξέρει – ρπάχθηκε ως τν τρίτον ορανόν. Κα ξέρω τι νθρωπος κενος – ετε μ τ σμα ετε κτς το σώματος δν ξέρω, Θες ξέρει – ρπάχθηκε ες τν παράδεισον κα κουσε νέκφραστα λόγια τ ποα δν πιτρέπεται ν παναλάβ νθρωπος.
Δι’
να τέτοιον νθρωπον θ καυχηθ, δι τν αυτόν μου μως δν θ καυχηθ, παρ μόνον δι τς δυναμίας μου. λλ κα ἐὰν θελήσω ν καυχηθ, δν θ εμαι νόητος, διότι θ π τν λήθειαν, τ ποφεύγω μως μήπως μ θεωρήσ κανες νώτερον π ,τι βλέπει σ’ μ κούει π μέ.
Κα
δι ν μ περηφανεύομαι δι τς πολλς ποκαλύψεις, μο δόθηκε να γκάθι ες τ σμα, νας γγελος το Σαταν, διὰ νὰ μὲ ραπίζῃ, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανεύομαι. Τρεῖς φορὲς παρεκάλεσα τὸν Κύριον γι’ αὐτό, διὰ νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐμέ. Καὶ μοῦ εἶπε, «Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις μου, διότι ἡ δύναμίς μου φανερώνεται τελεία ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀδυναμία». Πολὺ εὐχαρίστως λοιπὸν θὰ καυχηθῶ μᾶλλον διὰ τὰς ἀδυναμίας μου, διὰ νὰ κατασκηνώσῃ εἰς ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ

Σύντομο σχόλιο
Για να μην κινδυνεύσουν από την υπερηφάνεια και την αλαζονεία οι άνθρωποι του Θεού ταλαιπωρούνται ώστε να φαίνεται πως ό,τι κάνουν το κάνουν με την δύναμη του Θεού.